- μύχατος
- μύχατος, -άτη, -ον (Α)(μτγν. ανώμ. υπερθ. τού μύχιος) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά («ἔντοσθεν μυχάτοιο δόμου», Επιγρ. Δελφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός, κατά το ἔσχατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μύχατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχάτων — μύχατος fem gen pl μύχατος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύχατον — μύχατος masc acc sg μύχατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχάταισιν — μύχατος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχάτην — μύχατος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχάτης — μύχατος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχάτοιο — μύχατος masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχάτοις — μύχατος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχάτοισι — μύχατος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχάτοισιν — μύχατος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)